κλυτόδενδρος

κλυτόδενδρος
κλῠτό-δενδρος, ον,
A famous for trees,

Πιερίη AP4.2.1

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλυτόδενδρος — κλυτόδενδρος, ον (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό δενδρος, φιλό δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • κλυτοδένδρου — κλυτόδενδρος famous for trees masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”